ὁμοιοπάθεια
English (LSJ)
[πᾰ], ἡ, A sympathetic emotion, Arist.MM1210b23, 1211a1, Metrod.Fr.38 (pl.) ; cf. ὁμοπάθεια. II likeness in condition, homogeneousness, ἡ κοινὴ τῆς φύσεως ὁ. D.S.13.24 (nisi ὁμοπ-leg.), cf. Str.1.1.9.
German (Pape)
[Seite 335] ἡ, ähnliches Verhalten, ähnlicher Zustand, ähnliche Empfänglichkeit für gewisse Eindrücke; Strab. 1, 1, 9 Plut. adv. Col. 17 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοιοπάθεια: ἡ, τὸ ὑποκεῖσθαι εἰς τὰ αὐτὰ πάθη, συμπάθεια, Ἀριστ. Μνήμ. 2. 11, 35, 38· τινος, πρός τινα, Ἀθήν. 675Α. ΙΙ. ὁμοιότης καταστάσεως, ὁμοιότης, ὁμοιογένεια, ἡ κοινὴ τῆς φύσεως ὁμ. Διόδ. 3. 24, πρβλ. Στράβ. 6.
Greek Monolingual
η (Α ὁμοιοπάθεια)
το να βρίσκεται κάποιος στην ίδια κατάσταση με άλλον ή το να παθαίνει κανείς τα ίδια δεινά με κάποιον άλλον
νεοελλ.
η ομοιοπαθητική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁμοιοπαθής. Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. homeopathy].
Russian (Dvoretsky)
ὁμοιοπάθεια: (πᾰ) ἡ тж. pl.
1) сходство чувств или настроений, одинаковая восприимчивость Arst., Plut.;
2) одинаковость, однородность (τῆς φύσεως Diod.).