ὁμοιοπάθεια

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμοιοπάθεια Medium diacritics: ὁμοιοπάθεια Low diacritics: ομοιοπάθεια Capitals: ΟΜΟΙΟΠΑΘΕΙΑ
Transliteration A: homoiopátheia Transliteration B: homoiopatheia Transliteration C: omoiopatheia Beta Code: o(moiopa/qeia

English (LSJ)

[πᾰ], ἡ,
A sympathetic emotion, Arist.MM1210b23, 1211a1, Metrod.Fr.38 (pl.); cf. ὁμοπάθεια.
II likeness in condition, homogeneousness, ἡ κοινὴ τῆς φύσεως ὁ. D.S.13.24 (nisi ὁμοπ-leg.), cf. Str.1.1.9.

German (Pape)

[Seite 335] ἡ, ähnliches Verhalten, ähnlicher Zustand, ähnliche Empfänglichkeit für gewisse Eindrücke; Strab. 1, 1, 9 Plut. adv. Col. 17 u. a. Sp.

Russian (Dvoretsky)

ὁμοιοπάθεια: (πᾰ) ἡ тж. pl.
1 сходство чувств или настроений, одинаковая восприимчивость Arst., Plut.;
2 одинаковость, однородность (τῆς φύσεως Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοιοπάθεια: ἡ, τὸ ὑποκεῖσθαι εἰς τὰ αὐτὰ πάθη, συμπάθεια, Ἀριστ. Μνήμ. 2. 11, 35, 38· τινος, πρός τινα, Ἀθήν. 675Α. ΙΙ. ὁμοιότης καταστάσεως, ὁμοιότης, ὁμοιογένεια, ἡ κοινὴ τῆς φύσεως ὁμ. Διόδ. 3. 24, πρβλ. Στράβ. 6.

Greek Monolingual

η (Α ὁμοιοπάθεια)
το να βρίσκεται κάποιος στην ίδια κατάσταση με άλλον ή το να παθαίνει κανείς τα ίδια δεινά με κάποιον άλλον
νεοελλ.
η ομοιοπαθητική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁμοιοπαθής. Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. homeopathy].