ὑπαναγκάζω

Revision as of 08:15, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A force under or in, τι μεσηγὺ τῶν πλευρέων Hp.Art.5 (Pass.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπαναγκάζω: βιαίως ἐμβάλλω τι ὑποκάτω ἢ εἴς τι, τι μεσηγὺ πλευρέων Ἱππ. π. Ἄρθρ. 782.

Greek Monolingual

Α ἀναγκάζω
βάζω βιαίως κάτι από κάτω ή μέσα σε κάτι άλλο.