Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
Full diacritics: ὑπᾰναγκάζω | Medium diacritics: ὑπαναγκάζω | Low diacritics: υπαναγκάζω | Capitals: ΥΠΑΝΑΓΚΑΖΩ |
Transliteration A: hypanankázō | Transliteration B: hypanankazō | Transliteration C: ypanagkazo | Beta Code: u(panagka/zw |
force under or in, τι μεσηγὺ τῶν πλευρέων Hp.Art.5 (Pass.).
ὑπαναγκάζω: βιαίως ἐμβάλλω τι ὑποκάτω ἢ εἴς τι, τι μεσηγὺ πλευρέων Ἱππ. π. Ἄρθρ. 782.
Α ἀναγκάζω
βάζω βιαίως κάτι από κάτω ή μέσα σε κάτι άλλο.