ὑπαναγκάζω

From LSJ

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπᾰναγκάζω Medium diacritics: ὑπαναγκάζω Low diacritics: υπαναγκάζω Capitals: ΥΠΑΝΑΓΚΑΖΩ
Transliteration A: hypanankázō Transliteration B: hypanankazō Transliteration C: ypanagkazo Beta Code: u(panagka/zw

English (LSJ)

force under or in, τι μεσηγὺ τῶν πλευρέων Hp.Art.5 (Pass.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπαναγκάζω: βιαίως ἐμβάλλω τι ὑποκάτω ἢ εἴς τι, τι μεσηγὺ πλευρέων Ἱππ. π. Ἄρθρ. 782.

Greek Monolingual

Α ἀναγκάζω
βάζω βιαίως κάτι από κάτω ή μέσα σε κάτι άλλο.