ὑπερχαρής

Revision as of 08:40, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ές,    A overjoyed, Plb.8.17.2, Man. ap. J.Ap.1.26, LXX Es.5.9, etc.; ἐπί τινι Plb.1.44.5.

German (Pape)

[Seite 1204] ές, übermäßig erfreu't, ἐπί τινι, Pol. 1, 44, 5 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερχᾰρής: -ές, ὑπερμέτρως περιχαρής, πλήρης χαρᾶς, Πολύβ. 8. 19, 2, κλπ.· ἐπί τινι ὁ αὐτ. 1. 14, 5.

Greek Monolingual

-ές, Α
πάρα πολύ χαρούμενος, ολόχαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -χαρής (< χαίρω), πρβλ. περι-χαρής].

Russian (Dvoretsky)

ὑπερχᾰρής: чрезвычайно радостный, обрадованный (ἐπί τινι Polyb.).