ὑπερχαρής
From LSJ
Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead
English (LSJ)
ὑπερχαρές, overjoyed, Plb.8.17.2, Man. ap. J.Ap.1.26, LXX Es.5.9, etc.; ἐπί τινι Plb.1.44.5.
German (Pape)
[Seite 1204] ές, übermäßig erfreu't, ἐπί τινι, Pol. 1, 44, 5 u. Sp.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερχᾰρής: чрезвычайно радостный, обрадованный (ἐπί τινι Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερχᾰρής: -ές, ὑπερμέτρως περιχαρής, πλήρης χαρᾶς, Πολύβ. 8. 19, 2, κλπ.· ἐπί τινι ὁ αὐτ. 1. 14, 5.
Greek Monolingual
-ές, Α
πάρα πολύ χαρούμενος, ολόχαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -χαρής (< χαίρω), πρβλ. περιχαρής].