ῥαβδομαντεία

Revision as of 09:30, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ἡ,    A divination by a wand, Gloss.

German (Pape)

[Seite 829] Stabwahrsagerei, zw.

Greek (Liddell-Scott)

ῥαβδομαντεία: ἡ, μαντεύεσθαι διὰ ῥάβδου, Κύριλλ. 3. 75C.

Greek Monolingual

η / ῥαβδομαντεία, ΝΜΑ, και ραβδομαντία Ν
μαντεία που γίνεται με τη χρήση ράβδου αλλ. ραβδοσκοπία
αρχ.
μορφή κληρομαντείας στην οποία ως κλήρους χρησιμοποιούσαν μικρά ραβδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάβδος + μαντεία.