φαλαγγάρχης

Revision as of 12:13, 21 December 2020 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ου, ὁ,    A commander of a φαλαγγαρχία I, Arr.Tact. 10.6, Ascl. Tact.2.10, Ael.Tact.9.8.    II commander of a φαλαγγαρχία II, Ascl.Tact.9, Ael.Tact.23.

German (Pape)

[Seite 1252] ὁ, Anführer der Phalanx, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φᾰλαγγάρχης: -ου, ὁ, ἀρχηγὸς φάλαγγος, Νικήτ. Εὐγεν. 5. 325.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
νεοελλ.-μσν.
αρχηγός, διοικητής φάλαγγας
αρχ.
αρχηγός φαλαγγαρχίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάλαγξ, -αγγος + -άρχης].