φαλαγγαρχία
From LSJ
ἡ δὲ γεωργία πέττει καὶ ἐνεργὸν ποιεῖ τὴν τροφήν → tillage brings to maturity and calls into action the nutritive properties of the soil
English (LSJ)
ἡ,
A phalangarchia, phalangarchy, corps of 4096 men, Ascl.Tact.2.10, Ael.Tact.9.8, Arr.Tact.10.6.
II contingent of 64 elephants, Ascl.Tact.9 (cf. Ael.Tact.23).
German (Pape)
[Seite 1252] ἡ, Amt, Würde des φαλαγγάρχης, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φᾰλαγγαρχία: ἡ, τὸ ἀξίωμα ἢ ἡ θέσις τοῦ φαλαγγάρχου, Βυζ., Σουΐδ.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ φαλαγγάρχης
νεοελλ.-μσν.
η αρχή, το αξίωμα του φαλαγγάρχη
αρχ.
1. στρατιωτικό σώμα από 4.096 άνδρες, στρατηγία
2. ομάδα από 64 ελέφαντες.