φαλαγγαρχία

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φᾰλαγγαρχία Medium diacritics: φαλαγγαρχία Low diacritics: φαλαγγαρχία Capitals: ΦΑΛΑΓΓΑΡΧΙΑ
Transliteration A: phalangarchía Transliteration B: phalangarchia Transliteration C: falaggarchia Beta Code: falaggarxi/a

English (LSJ)

ἡ,
A phalangarchia, phalangarchy, corps of 4096 men, Ascl.Tact.2.10, Ael.Tact.9.8, Arr.Tact.10.6.
II contingent of 64 elephants, Ascl.Tact.9 (cf. Ael.Tact.23).

German (Pape)

[Seite 1252] ἡ, Amt, Würde des φαλαγγάρχης, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φᾰλαγγαρχία: ἡ, τὸ ἀξίωμα ἢ ἡ θέσις τοῦ φαλαγγάρχου, Βυζ., Σουΐδ.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ φαλαγγάρχης
νεοελλ.-μσν.
η αρχή, το αξίωμα του φαλαγγάρχη
αρχ.
1. στρατιωτικό σώμα από 4.096 άνδρες, στρατηγία
2. ομάδα από 64 ελέφαντες.