κτηνοβάτης

Revision as of 20:47, 25 December 2020 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ, (   A βαίνω A.11.1) one guilty of bestiality, one who commits bestiality, zoophile, bestialist, zoosexual Sch.Ar. Ra.432, 965.

German (Pape)

[Seite 1519] mit Thieren Unzucht treibend, Schol. Ar. Ran. 432.

Greek (Liddell-Scott)

κτηνοβάτης: ᾰ, ου, ὁ, (βαίνω ΙΙ. 1), ὁ ἐκτελῶν παρὰ φύσιν μῖξιν μετὰ κτήνους, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 432, 965· ― ἐντεῦθεν κτηνοβατέω, Achmes Ὀνειρ. 132· κτηνοβασία, ἡ, συνουσία μετὰ κτήνους, Ἐκκλ

Greek Monolingual

ο (Μ κτηνοβάτης)
άνθρωπος που συνουσιάζεται με ζώο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. στυλοβάτης, σχοινοβάτης.