πρόοπτος

Revision as of 16:18, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''111''" to "''III''")

English (LSJ)

Att. contr. προὖπτος, ον,    A foreseen, manifest, προόπτῳ θανάτῳ δώσειν τινά Hdt.9.17, cf. Isoc.10.27; ἐς προὖπτον κίνδυνον καταστῆσαι Th.5.99, cf. III; π. ἀγγέλου λόγος A.Th.848 (lyr.); ἐς προὖπτον Ἅιδην S.OC1440, cf. E.Hipp.1366 (anap.); εἰς προὖπτον . . αὑτὸν ἐνέβαλεν κακόν Aristopho 5; εἰς προὖπτον . . ἐμπεσεῖν κακόν Phoenicid.4.18.

German (Pape)

[Seite 737] adj. verb. zu προοράω, zsgz. προὖπτος, vorauszusehen, dah. sichtbar, deutlich, offenbar, Her. 9, 17 u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

πρόοπτος: Ἀττ. συνῃρ. προὖπτος, ον, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ προοράω, προβλεπόμενος, κατάδηλος καταφανής, προόπτῳ θανάτῳ διδόναι τινὰ Ἠρόδ. 9. 17· ἐς προὖπτον κίνδυνον Θουκ. 5. 99, πρβλ. 111· πρ. ἀγγέλου λόγος Αἰσχύλ. Θήβ. 848. ἐς προὖπτον Ἅιδην Σοφ. Ο. Κ. 1440· πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 1366· εἰς προὖπτον... αὑτὸν ἐνέβαλεν κακὸν Ἀριστοφῶν ἐν «Καλλωνίδῃ» 1· εἰς προὖπτον… ἐμπεσεῖν κακὸν Φοινικίδης ἐν Ἀδήλ. 1. 18. ΙΙ. διαπρέπων ἐπὶ τινι πράγματι, γύναιον κάλλει σώματος πρόοπτον, διακρινόμενον ἐπὶ καλλονῆ, Ἐπιφάν. τ. Ι, σ. 619Α. ― Ἐπίρρ. προόπτως, φανερῶς, προδήλως, Ἐπιφάν. ΙΙ, 804D.

French (Bailly abrégé)

par contr. att. προὖπτος, ος, ον :
exposé aux regards, visible, manifeste.
Étymologie: προόψομαι, fut. de προοράω.

Greek Monolingual

-ον, και αττ. τ. προὖπτος, -ον, Α
1. προφανής, ολοφάνερος ή αναπότρεπτος (α. «σφαῑ τε αὐτοὺς καί ἡμᾱς εἰς προὖπτον κίνδυνον καταστήσειεν», Θουκ.
β. «εἰς προὖπτον αῦτὸν ἐνέβαλεν κακόν», Αριστοφ.)
2. (για λίγο) σαφήςπροὖπτος ἀγγέλου λόγος», Αισχύλ.)
3. αυτός που διαπρέπει σε κάτιγύναιον κάλλει σώματος πρόοπτον», Επιφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -οπτος (< θ. οπ- του ὄπωπα), πρβλ. κάτ-οπτος, περί-οπτος].

Greek Monotonic

πρόοπτος: Αττ. συνηρ. προὖπτος, -ον, ρημ. επίθ. του προοράω (μέλ. -όψομαι), προβλεπόμενος, καταφανής, σε Ηρόδ., Αττ.

Russian (Dvoretsky)

πρόοπτος: стяж. προὖπτος или προῦπτος 2 явный, очевидный (θάνατος Her.; κίνδυνος Thuc.): π. ἀγγέλου λόγος Aesch. сообщенная весть (оказалась) верна.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόοπτος en προῦπτος -ον [~ προοράω] duidelijk zichtbaar.

Middle Liddell

verb. adj. of προοράω fut. -όψομαι
foreseen, manifest, Hdt., attic