Τηθύς
English (LSJ)
ύος, ἡ, Tethys, wife of Oceanus, nurse of Hera, Il.14.201, 302; daughter of Uranus and Gaia, mother of the river-gods and Oceanides, Hes.Th.136,337, cf. A.Pr.137 (anap.), Th.311 (lyr.); A Ὠκεανὸν… καὶ Τηθὺν ἐποίησαν τῆς γενέσεως πατέρας Arist.Metaph. 983b30; taken as type of a very old woman, prob. in Call.Iamb.1.248 (Hermes 69.174); cf. προτήθυς. II in later writers, the Sea, Lyc.1069, AP7.214.6 (Arch.), Nonn.D.31.187, Orph.A.335, etc., cf. Porph. ap. Eus.PE3.11, Suid. [ῡ in disyll. cases, ῠ in trisyll.]
Greek (Liddell-Scott)
Τηθύς: -ύος, ἡ, γυνὴ τοῦ Ὠκεανοῦ, τροφὸς τῆς Ἥρας, Ἰλ. Ξ. 201, 302· θυγάτηρ τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, μήτηρ τῶν ποταμίων θεῶν καὶ τῶν Ὠκεανίδων, Ἡσ. Θεογ. 136, 327, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 137, Θήβ. 311· Ὠκεανόν... καὶ Τηθὺν ἐποίησαν τῆς γενέσεως πατέρας Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 3, 6. ΙΙ. παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, οἷον παρὰ Οὐεργιλίῳ, Τηθὺς εἶναι αὐτὴ ἡ θάλασσα, Γεωργικ. 1. 31. (Πιθ. ἐκ τοῦ τήθη, ἡ τροφὸς ἢ μήτηρ πάντων· κατ’ ἄλλους ἡ Γῆ). [ῡ ἐν δισυλλάβ. πτώσεσι, Οὐεργίλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ῠ ἐν ταῖς τρισυλλάβοις].
French (Bailly abrégé)
ύος (ἡ) :
1 Téthys, femme d’Okéanos;
2 la mer, ou qqf la terre.
Étymologie: cf. τήθη.
English (Autenrieth)
Tethys, daughter of Uranus and Gaea, wife of Oceanus, and mother of the river-gods, Il. 14.302. Mother of all the gods according to Il. 14.201.
Greek Monotonic
Τηθύς: [ῡ], -ύος[ῠ], ἡ,
I. γυναίκα του Ωκεανού, σε Ομήρ. Ιλ.· κόρη του Ουρανού και της Γαίας, μητέρα των ποτάμιων θεών και των Ωκεανίδων, σε Ησίοδ.
II. στον Βιργ., Τηθύς είναι η ίδια η θάλασσα (πιθ. από το τήθη, η μητέρα όλων).
Middle Liddell
I. Tethys, wife of Oceanus, Il.; daughter of Uranus and Gaia, mother of the river-gods and Oceanides, Hes.
II. in Virgil, Tethys is the sea itself. [Prob. from τήθη, the allmother.]