ήγανον

Revision as of 22:05, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ἤγανον, τὸ (Α)
ιων. τ. αντί τήγανον.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ο τ. φαίνεται ότι προήλθε από εσφαλμένη κατάτμηση του τ. τήγανον «τηγάνι» (τ' ήγανον)
θεωρήθηκε δηλ. το αρκτικό τ- ως άρθρο (το). Είναι αβέβαιο αν ο τ. αυτός είναι προϊόν γλωσσικής μεταβολής ή απλώς εσφαλμένη γραφή του ορθού τ. τήγανον.