ἀγαυός, -ή, -όν (Α)1. ένδοξος, ευγενής στην καταγωγή2. (για πράγματα) εξαίρετος, λαμπρός.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λέξη πρέπει να συνδέεται με το ἄγαμαι. Προέρχεται πιθ. από τύπο ἀγα-Fός (Schwyzer), το δε υ (ἀγαυός) οφείλεται στον αιολικό φωνηεντισμό].