αγνεύω

Revision as of 22:30, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ἁγνεύω (AM)
διατηρώ τον εαυτό μου αγνό, αμόλυντο, απέχω από κάτι
αρχ.
1. θεωρώ κάτι αναπόσπαστο από την αγνότητα, του δίνω θρησκευτική υπόσταση
2. απόλ. είμαι αγνός, καθαρός
3. εξαγνίζω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἁγνός.
ΠΑΡ. αρχ. ἁγνεία, ἅγνευμα, ἁγνευτήριον, ἁγνευτικός.