αμαλγάμωση
Greek Monolingual
ή αμαλγαμάτωση, η Χημ.
1. ο σχηματισμός κράματος που αποτελείται από υδράργυρο και ένα άλλο ή άλλα μέταλλα
2. επικάλυψη αντικειμένων με αμάλγαμα
3. η διαδικασία για τον διαχωρισμό ενός μετάλλου από το μετάλλευμά του, κατά την οποία σχηματίζεται κράμα του επιθυμητού μετάλλου με τον υδράργυρο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αντί του ορθτ. (από το θ. της γεν. αμαλγαματ-) αμαλγαμάτωση, η].