εὐδιάγνωστος
English (LSJ)
ον, A easy to distinguish, Gal.14.63 (Sup.), Nicom.Harm.2.
German (Pape)
[Seite 1061] leicht zu unterscheiden, Schol. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
εὐδιάγνωστος: -ον, ὃν εὐκόλως διακρίνει τις, Γαλην. τ. 14. σ. 63. 10, Πρόκλ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 668, Κ. Πορφ. Ἔκθ. Βασιλ. Ταξ. σ. 3Α, κλ.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὐδιάγνωστος, -ον)
1. αυτός ο οποίος αναγνωρίζεται εύκολα
2. (για νόσο) εκείνη της οποίας είναι εύκολη η διάγνωση
3. πολύ γνωστός, πασίγνωστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δια-γνωστός (< δια-γιγνώσκω)].