ζεῦξις

Revision as of 09:35, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

εως, ἡ, (ζεύγνυμι) A yoking or manner of yoking oxen, ζεύξι τοιαύτῃ χρεώμενοι Hdt.3.104. II bridging, τοῦ Βοσπόρου Id.4.88; τοῦ Ἑλλησπόντου Id.7.35.

German (Pape)

[Seite 1138] ἡ, 1) die Überbrückung, τοῦ Ἑλλησπόντου Her. 7, 35. – 2) das Anspannen, Her. 3, 104; das Gespann, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ζεῦξις: -εως, ἡ, (ζεύγνυμι) τὸ ζευγνύναι, ζεύξιμον, ζεύξει τοιαύτῃ χρεόμενοι Ἡρόδ. 3. 104. ΙΙ. σύνδεσις, τὸ συνάπτειν οἷον διὰ γεφύρας, ὁ αὐτ. 4. 88., 7. 35.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 action de joindre par un pont;
2 action d’atteler au joug.
Étymologie: ζεύγνυμι.

Greek Monotonic

ζεῦξις: -εως, ἡ (ζεύγνυμι),
I. σύζευξη, ζέψιμο ή τρόπος σύζευξης βοδιών, σε Ηρόδ.
II. σύναψη, σύνδεση, ένωση, ζεύξη, όπως αυτή που γίνεται μέσω γέφυρας, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ζεῦξις: εως ἡ
1) запрягание, способ запряжки (Ἰνδοὶ ζεύξει τοιαύτῃ χρεώμενοι Her.);
2) наводка моста, соединение мостом (τοῦ Βοσπόρου Her.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζεῦξις -εως, ἡ [ζεύγνυμι] het inspannen (van dieren). het verbinden, verbinding (door middel van een brug) de overbrugging.

Middle Liddell

ζεῦξις, εως ζεύγνυμι
I. a yoking or manner of yoking oxen, Hdt.
II. a joining, as by a bridge, Hdt.