θαμβαλέος

Revision as of 09:45, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

α, ον, A astonished, Nonn.D.1.126. II = θαυμαστός, φοβερός, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1185] erstaunlich, wunderbar, θαυμαστός, φοβερός, Hesych.; erstaunt, Nonn.

Greek (Liddell-Scott)

θαμβᾰλέος: -α, -ον, ἐκπεπληγμένος, ἔκπληκτος, Νόνν. Δ. 1. 126· ὁ Ἡσύχ. «θαυμαστός, φοβερός».

Greek Monolingual

θαμβαλέος, -α, -ον (Α)
1. έκπληκτος
2. θαυμαστός, φοβερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάμβος + επίθημα -αλέος (πρβλ. αυχμ-αλέος, θαρσ-αλέος)].