θαμβαλέος

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θαμβᾰλέος Medium diacritics: θαμβαλέος Low diacritics: θαμβαλέος Capitals: ΘΑΜΒΑΛΕΟΣ
Transliteration A: thambaléos Transliteration B: thambaleos Transliteration C: thamvaleos Beta Code: qambale/os

English (LSJ)

α, ον,
A astonished, Nonn. D. 1.126.
II = θαυμαστός, φοβερός, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1185] erstaunlich, wunderbar, θαυμαστός, φοβερός, Hesych.; erstaunt, Nonn.

Greek (Liddell-Scott)

θαμβᾰλέος: -α, -ον, ἐκπεπληγμένος, ἔκπληκτος, Νόνν. Δ. 1. 126· ὁ Ἡσύχ. «θαυμαστός, φοβερός».

Greek Monolingual

θαμβαλέος, -α, -ον (Α)
1. έκπληκτος
2. θαυμαστός, φοβερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάμβος + επίθημα -αλέος (πρβλ. αυχμαλέος, θαρσαλέος)].