θηέομαι

Revision as of 10:00, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

Ion. form of θεάομαι. θήῃς, A v. τίθημι.

German (Pape)

[Seite 1206] ion., u. θαέομαι dor., = θεάομαι, schauen, anschauen, gew. mit dem Nebenbegriffe des Bewunderns, anstaunen, θηεῦντο μέγα ἔργον Ἀχαιῶν, Il. 7, 444. 10, 524 Od.2, 13, neben θαμβέω Il. 23, 728; θηοῖο 24, 418; Her. ἐθηεῖτο τὸν Πόντον 4, 85, ἐθηεῦντο 3, 136, ἐθηήσαντο 3, 23, θηησάμενος 1, 11; – Hom. hat auch θησαίατο für θηήσαιντο, Od. 18, 191.

Greek (Liddell-Scott)

θηέομαι: Ἰων. τύπος τοῦ θεάομαι.

French (Bailly abrégé)

θηοῦμαι;
aux formes suiv. : prés. opt. 2ᵉ sg. θηοῖο, part. ion. θηεύμενος, impf. 1ᵉ pl. épq. ἐθηεύμεσθα, 3ᵉ pl. ion. ἐθηεῦντο ou θηεῦντο;
c. θεάομαι.
Étymologie: cf. θεάομαι, θάομαι.

English (Autenrieth)

(Att. θεάομαι), opt. 2 sing. θηοῖο, ipf. θηεῖτο, ἐθηεύμεθα, θηεῦντο, aor. 2 sing. θηήσαο, opt. θηήσαιο: gaze at, behold with admiration or delight; joined with θαμβεῖν, θαυμάζειν, Ψ , Od. 8.265.

Greek Monolingual

θηέομαι (Α)
ιων. τ. βλ. θεώμαι.

Greek Monotonic

θηέομαι: Ιων. τύπος του θεάομαι· θηεῖτο, γʹ ενικ.

Russian (Dvoretsky)

θηέομαι: Hom., Pind., Her., Theocr. = θεάομαι.