κάνασθον

Revision as of 10:15, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

τό, A = κάναστρον, Schwyzer748.3 (Naucratis).

Greek Monolingual

κάνασθον, τὸ (Α)
επιγρ. αντί κάνιστρον, πανέρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάννα. Δυσερμήνευτη η κατάλ. -σθον, που απαντά μόνο στο παρόν ουσιαστικό].