καταλιμπάνω

Revision as of 10:59, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A = καταλείπω, Hp.Mul.1.78, Th.8.17, Antiph.35, PPetr.3pp.4,12 (iii B.C.), LXXGe.39.16, Ocell.4.13, etc.

German (Pape)

[Seite 1360] = καταλείπω; Antiphan. bei Ath. XV, 690 a u. Machon ib. VIII, 341 c; Plat. Ep. IX, 358 a u. sonst.

Greek (Liddell-Scott)

καταλιμπάνω: καταλείπω, Ἱππ. 627. 28, Θουκ. 8. 17, Ἀντιφῶν ἐν «Ἀντ.»2.

French (Bailly abrégé)

c. καταλείπω.
Étymologie: κατά, λιμπάνω.

Greek Monolingual

(AM καταλιμπάνω)
εγκαταλείπω, αφήνω
νεοελλ.
(για διαθήκη ή άλλο έγγραφο που παρέχει δικαιώματα) ακυρώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + λιμπάνω «εγκαταλείπω»].

Greek Monotonic

καταλιμπάνω: = καταλείπω, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

καταλιμπάνω: (только praes.) Plat. = καταλείπω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταλιμπάνω [καταλείπω] achterlaten.

Middle Liddell

= καταλείπω, Thuc.]