καυτήριον

Revision as of 12:20, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

τό, A branding iron, E.Fr.815 (cj.), LXX 4 Ma.15.22, Luc.Pisc.52 (vulg. καυστ-), Apol.2, Hippiatr.26: metaph., ὥσπερ καυτήρια ταῖς ψυχαῖς προσάγειν D.S.20.54. II burnt mark, brand, Str.5.1.9, BGU469.7 (ii A.D.). III instrument used in encaustic painting, Dig.33.7.17. IV (in form καυστ-) kiln, PLond.2.391.8 (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 1408] τό, Brenneisen, Eisen zum Brennen, Brandmarken; Luc. Apol. 2 Pisc. 52 u. a. Sp.; übtr., ταῖς ψυχαῖς τῶν ἔνδον ὥςπερ καυτήριά τινα προσῆγεν D. Sic. 20, 54. Bei Strab. V, 215 das eingebrannte Zeichen.

Greek (Liddell-Scott)

καυτήριον: τό, σίδηρος καίων, καυτηριάζων, Λουκ. Ἁλ. 42 (κοινῶς καυστ-), Ἀπολ. 2· μεταφορ., καυτήρια ταῖς ψυχαῖς προσάγειν Διόδ. 20. 54· - ὡσαύτως καυτηρίδιον, Γαλην., Γλωσσ. ΙΙ. κεκαυμένον σημεῖον, τὸ ἐγκαυθέν, στῖγμα, Στράβ. 5. 215.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
fer rouge ou brûlant pour cautériser.
Étymologie: καίω.

Greek Monotonic

καυτήριον: τό (καίω), σίδερο που καυτηριάζει, σε Λουκ., Κ.Δ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καυτήριον -ου, τό [καυτήρ] brandijzer.

Russian (Dvoretsky)

καυτήριον: τό Luc. = καυτήρ 2.

Middle Liddell

καυτήριον, ου, τό, καίω
a branding iron, Luc., NTest.