κνῆστρον

Revision as of 12:45, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

τό, A stinging plant, Daphne oleoides, Hp.Mul.1.80, 2.169 (expld. = κνηστήρ by Erot.); = θυμελαία, Dsc.4.172.

German (Pape)

[Seite 1461] τό, 1) = κνηστήριον, Hippocr. – 2) = κνέωρος, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

κνῆστρον: τό, = κνῆστις Ι, μαχαιρίδιον ᾧ ξύεται ὁ τυρός, Γαλην. ἐκ τοῦ Ἱπποκρ. ΙΙ. φυτόν τι ἐπιφέρον κνησμόν, ἀκαλήφη, κνίδη, Ἱππ. 630. 3., 662. 49, Διοσκ. 4. 173· πρβλ. κνέωρον.

Greek Monolingual

κνῆστρον, τὸ (Α) κνω
τσουκνίδα που προκαλεί κνησμό.