κνῆστρον
English (LSJ)
τό, A stinging plant, Daphne oleoides, Hp.Mul.1.80, 2.169 (expld. = κνηστήρ by Erot.); = θυμελαία, Dsc.4.172.
German (Pape)
[Seite 1461] τό, 1) = κνηστήριον, Hippocr. – 2) = κνέωρος, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
κνῆστρον: τό, = κνῆστις Ι, μαχαιρίδιον ᾧ ξύεται ὁ τυρός, Γαλην. ἐκ τοῦ Ἱπποκρ. ΙΙ. φυτόν τι ἐπιφέρον κνησμόν, ἀκαλήφη, κνίδη, Ἱππ. 630. 3., 662. 49, Διοσκ. 4. 173· πρβλ. κνέωρον.