κλινουργός

Revision as of 12:46, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ὁ, A = κλινοποιός, Pl.R.597a.

German (Pape)

[Seite 1454] = κλινοπηγός, Plat. Rep. X, 597 a.

Greek (Liddell-Scott)

κλῑνουργός: ὁ, (*ἔργω) = κλινοποιός, Πλάτ. Πολ. 597Α.

Greek Monolingual

κλινουργός, ὁ (Α)
κλινοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + -ουργός < ἔργον (πρβλ. ερι-ουργός, ταπητ-ουργός)].

Greek Monotonic

κλῑνουργός: ὁ (*ἔργω) = κλινοποιός, σε Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλινουργός -οῦ, ὁ [κλίνη, ἔργον] beddenmaker.

Russian (Dvoretsky)

κλῑνουργός: ὁ Plat. = κλινοποιός.

Middle Liddell

κλῑν-ουργός, οῦ, [*ἔργω = κλινοποιός, Plat.]