κλινουργός

From LSJ

μέτρον γὰρ τοῦ βίου τὸ καλόν, οὐ τὸ τοῦ χρόνου μῆκος → for life's measure is its beauty not its length (Plutarch, Consolatio ad Apollonium 111.D.4)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλῑνουργός Medium diacritics: κλινουργός Low diacritics: κλινουργός Capitals: ΚΛΙΝΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: klinourgós Transliteration B: klinourgos Transliteration C: klinourgos Beta Code: klinourgo/s

English (LSJ)

ὁ, = κλινοποιός, Pl.R. 597a.

German (Pape)

[Seite 1454] = κλινοπηγός, Plat. Rep. X, 597 a.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλινουργός -οῦ, ὁ [κλίνη, ἔργον] beddenmaker.

Russian (Dvoretsky)

κλῑνουργός: ὁ Plat. = κλινοποιός.

Greek (Liddell-Scott)

κλῑνουργός: ὁ, (*ἔργω) = κλινοποιός, Πλάτ. Πολ. 597Α.

Greek Monolingual

κλινουργός, ὁ (Α)
κλινοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + -ουργός < ἔργον (πρβλ. εριουργός, ταπητουργός)].

Greek Monotonic

κλῑνουργός: ὁ (*ἔργω) = κλινοποιός, σε Πλάτ.

Middle Liddell

κλῑν-ουργός, οῦ, [*ἔργω = κλινοποιός, Plat.]