κοκκινίζω

Revision as of 12:50, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A to be scarlet, Sch.Opp.H.3.25, 5.271.

German (Pape)

[Seite 1471] scharlachroth sein, Schol. Opp. Hal. 3, 25.

Greek (Liddell-Scott)

κοκκινίζω: εἶμαι ἢ γίνομαι κόκκινος, Σχόλ. εἰς Ὀππ. Ἁλ. 3. 25., 5. 272.

Greek Monolingual

(AM κοκκινίζω) κόκκινος
παίρνω ερυθρό χρώμα, γίνομαι κόκκινος (α. «κοκκίνισε από την πολύωρη παραμονή του στον ήλιο» β. «είναι τόσο ντροπαλή που κοκκινίζει με το παραμικρό»)
νεοελλ.
(στη μαγειρική) φρύγω, τσιγαρίζω, καβουρδίζω
νεοελλ.-μσν.
1. (μτβ.) δίνω σε κάτι κόκκινο χρώμα, κάνω κάτι κόκκινο
2. μέσ. κοκκινίζομαι
βάφομαι με κοκκινάδι, ψιμυθιώνομαι, φτιασιδώνομαι.