κρεοκόπος

Revision as of 13:05, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ὁ, A cutter up of flesh, D.H.12.2.8 (pl.), Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

κρεοκόπος: -ον, ὁ κατακόπτων τὸ κρέας, Γλωσσ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui découpe de la viande.
Étymologie: κρέας, κόπτω.

Greek Monolingual

κρεοκόπος, ὁ (Α)
αυτός που κόβει το κρέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο)- + -κόπος (< κόπτω), πρβλ. δημο-κόπος, ξυλο-κόπος.

Greek Monotonic

κρεοκόπος: -ον (κόπ-τω), κόφτης κρέατος.

Middle Liddell

κρεο-κόπος, ον κόπτω
a cutter up of flesh.