κτάντης
English (LSJ)
ου, ὁ, κτείνω) A murderer, Dosiad. Ara10.
German (Pape)
[Seite 1517] ὁ, der Mörder, Dosiad. ara 2 (XV, 26).
Greek (Liddell-Scott)
κτάντης: ὁ, φονεύς, Ἀνθ. Π. 15. 26.
Greek Monolingual
κτάντης, ὁ (Α)
φονέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κταν- (πρβλ. ἔ-κταν-ον, αόρ. του κτείνω «φονεύω») + κατάλ. -της].