υος, ἡ, A = χαμαίδρυς, χαμαίρωψ, Dsc.3.98.
[Seite 49] υος, ἡ, eine Pflanze (f, χαμαίδρυς), Diosc.
λῐνόδρῡς: ἡ, = χαμαίδρυς, Διοσκ. 3. 102.
υος (ἡ) :autre nom de la plante χαμαίδρυς.Étymologie: λίνον, δρῦς.
λινόδρυς, -υος, ἡ (Α)η χαμαίδρυς.[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + δρῦς (πρβλ. μελάν-δρυς, χαμαί-δρυς].