λόφιον
English (LSJ)
τό, Dim. of A λόφος 111.1, small crest, Sch. Ar.Ach.1108: also, = κάλλαιον, Sch.D.T.p.196H. II = λοφεῖον, Hsch.
German (Pape)
[Seite 64] τό, λοφίον ist falscher Accent, dim. von λόφος, kleiner Hügel, VLL. – Nach B. A. 794 auch = κάλλαια; vgl. Bast zu Greg. Cor. 29. – S. auch λοφεῖον.
Greek (Liddell-Scott)
λόφιον: τό, ὑποκορ. τοῦ λόφος, μικρὸς λόφος· ὡσαύτως = κάλλαια, Α. Β. 794. ΙΙ. = λοφεῖον, Ἡσύχ., Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 1109.
Greek Monolingual
λόφιον, τὸ (Α) λόφος
1. μικρός λόφος, λοφίσκος
2. (κατά τον Δίον. Θρ.) «λόφιον, τὸ κάλλαιον τοῦ ἀλέκτορος»
3. λοφείον.