λοφεῖον

From LSJ

Γέρων ἐραστὴς ἐσχάτη κακὴ τύχη → Senex amator ultimum infortunium → Das größte Unglück ist ein greiser Liebhaber

Menander, Monostichoi, 90
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοφεῖον Medium diacritics: λοφεῖον Low diacritics: λοφείον Capitals: ΛΟΦΕΙΟΝ
Transliteration A: lopheîon Transliteration B: lopheion Transliteration C: lofeion Beta Code: lofei=on

English (LSJ)

τό, crestcase, Ar.Ach.1109; any case, Id.Nu.751.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 étui pour panache;
2 étui de miroir.
Étymologie: λόφος.

German (Pape)

τό, das Futteral, in welchesman den Federbusch legte, Ar. Ach. 1074; auch für einen Spiegel, Nub. 741, wie Vetera Lexica Bei Hesych. λόφιον geschrieben.

Russian (Dvoretsky)

λοφεῖον: τό футляр, чехол (для султана или для зеркала) Arph.

Greek (Liddell-Scott)

λοφεῖον: τό, θήκη εἰς ἣν ἔθετον τὸν λόφον, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1109· πᾶσα θήκη, ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 751.

Greek Monolingual

λοφεῖον, τὸ (Α)
1. θήκη για εναπόθεση λοφίου
2. κάθε θήκη («τὴν σελήνην... καθείρξαιμ' ἐς λοφεῖον στρογγύλον, ὣσπερ κάτοπτρον», Αριστοφ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόφος + -εῖον].

Greek Monotonic

λοφεῖον: τό (λόφος), βάση περικεφαλαίας που στηριζόταν το λοφίο, σε Αριστοφ.· οποιαδήποτε θήκη, στον ίδ.

Middle Liddell

λοφεῖον, ου, τό, λόφος
a crest-case, Ar.: any case, Ar.