λοφεῖον
Γέρων ἐραστὴς ἐσχάτη κακὴ τύχη → Senex amator ultimum infortunium → Das größte Unglück ist ein greiser Liebhaber
English (LSJ)
τό, crestcase, Ar.Ach.1109; any case, Id.Nu.751.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 étui pour panache;
2 étui de miroir.
Étymologie: λόφος.
German (Pape)
τό, das Futteral, in welchesman den Federbusch legte, Ar. Ach. 1074; auch für einen Spiegel, Nub. 741, wie Vetera Lexica Bei Hesych. λόφιον geschrieben.
Russian (Dvoretsky)
λοφεῖον: τό футляр, чехол (для султана или для зеркала) Arph.
Greek (Liddell-Scott)
λοφεῖον: τό, θήκη εἰς ἣν ἔθετον τὸν λόφον, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1109· πᾶσα θήκη, ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 751.
Greek Monolingual
λοφεῖον, τὸ (Α)
1. θήκη για εναπόθεση λοφίου
2. κάθε θήκη («τὴν σελήνην... καθείρξαιμ' ἐς λοφεῖον στρογγύλον, ὣσπερ κάτοπτρον», Αριστοφ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόφος + -εῖον].
Greek Monotonic
λοφεῖον: τό (λόφος), βάση περικεφαλαίας που στηριζόταν το λοφίο, σε Αριστοφ.· οποιαδήποτε θήκη, στον ίδ.