μίσεργος

Revision as of 14:23, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A hating work, lazy, Poll.6.172.

German (Pape)

[Seite 189] Arbeit hassend, Poll. 6, 172.

Greek (Liddell-Scott)

μίσεργος: -ον, (*ἔργω) ὁ μισῶν τὴν ἐργασίαν, ὀκνηρός, Πολυδ., ϛʹ, 172.

Greek Monolingual

μίσεργος, -ον (Α)
αυτός που αισθάνεται αποστροφή προς την εργασία, οκνηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + -εργος (< ἔργον), πρβλ. φίλ-εργος].