μαστιχέλαιον

Revision as of 14:55, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

τό, A mastich-oil, Dsc.1.42 (in lemmate).

Greek (Liddell-Scott)

μαστῐχέλαιον: τό, μαστίχης ἔλαιον, Διοσκ. 1. 51 (ἐν τῷ λήμματι, δηλ. τῇ ἐπιγραφῇ, διότι ἐν τῷ κειμένῳ ὁ Διοσκ. καλεῖ αὐτό: μαστίχιον [[[ἔλαιον]]]).

Greek Monolingual

μαστιχέλαιον, τὸ (Α)
έλαιο το οποίο παράγεται από τη μαστίχα.