ξανθόγεως

Revision as of 16:20, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ων, A of yellow soil, Luc.Syr.D.8.

German (Pape)

[Seite 274] mit goldgelber Erde, Luc. de dea Syr. 8.

Greek (Liddell-Scott)

ξανθόγεως: -ων, ὁ ἔχων ξανθὸν ἔδαφος, Λουκ. π. τῆς Συρίης Θεοῦ 8.

French (Bailly abrégé)

ως, ων;
au sol jaunâtre.
Étymologie: ξανθός, γῆ.

Greek Monolingual

ξανθόγεως, -ων (Α)
(για τόπο) αυτός που έχει ξανθό, πυρρό χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + -γεως (< γαία), πρβλ. μεσό-γεως, χρυσό-γεως].