οὐδαμόθι
English (LSJ)
Ion. for οὐδαμοῦ, A nowhere, in no place, Hdt.7.49; οὐ. ἑτέρωθι Id.3.113: c. gen., οὐ. πάσης τῆς Εὐρώπης Id.7.126.
German (Pape)
[Seite 408] dem πόθι entsprechend, an keinem Orte, nirgends; οὐδαμόθι ἑτέρωθι, Her. 3, 113; c. gen., 7, 126; ion. = οὐδαμοῦ.
Greek (Liddell-Scott)
οὐδᾰμόθῐ: Ἰων. ἀντὶ οὐδαμοῦ, ἐν οὐδενὶ τόπῳ, «πουθενά», Ἡρόδ. 7. 49· ἑτέρωθι οὐδαμόθι 3. 113· μετὰ γενικ., οὐδ. τῆς Εὐρώπης 7. 126.
French (Bailly abrégé)
Greek Monolingual
οὐδαμόθι (Α)
ιων. τ. επίρρ. σε κανένα μέρος («οὐδαμόθι πάσης τῆς Εὐρώπης», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδαμός + επιρρμ. κατάλ. -θι (πρβλ. μηδαμό-θι)].
Greek Monotonic
οὐδᾰμόθῐ: Ιων. αντί οὐδαμοῦ, πουθενά, σε κανέναν τόπο, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
οὐδᾰμόθῐ: adv. ион. = οὐδαμοῦ.