παλίμβουλος

Revision as of 18:50, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A f.l. for -βολος, Id.1.15, Sch.Th.3.37, Eust. 375.1.

German (Pape)

[Seite 448] den Entschluß ändernd, Sp., wie Schol. Thuc. 3, 37.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ παλίμβουλος, -ον)
αυτός που δεν έχει σταθερή βούληση, αυτός που αλλάζει εύκολα γνώμη ή θέληση, ταλαντευόμενος, άστατος
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ παλίμβουλον
η παλιμβουλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -βουλος (< βουλή)].