παλιμβουλία

From LSJ

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → Maeroris unica medicina oratio → für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort

Menander, Monostichoi, 326
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλιμβουλία Medium diacritics: παλιμβουλία Low diacritics: παλιμβουλία Capitals: ΠΑΛΙΜΒΟΥΛΙΑ
Transliteration A: palimboulía Transliteration B: palimboulia Transliteration C: palimvoulia Beta Code: palimbouli/a

English (LSJ)

f.l. for παλιβολία, Adam.2.24:

German (Pape)

[Seite 448] ἡ, Aenderung des Entschlusses, v.l. für παλιμβολία.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλιμβουλία: -βουλος, ἡμαρτημ. γραφαὶ ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις ἀντὶ τῶν: παλιμνολία, -βολος, οἷον ἐν Πολέμωνος Φυσιογν. 250, ἐν Σχολ. εἰς Θουκ. 3. 37, Εὐστ. 375. 1. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 190.

Greek Monolingual

η (Α παλιμβουλία παλίμβουλος
η συνεχής αλλαγή της γνώμης, η αστάθεια της γνώμης.