παλιμβουλία

Revision as of 18:55, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A f.l. for -βολία, Adam.2.24:

German (Pape)

[Seite 448] ἡ, Aenderung des Entschlusses, v. l. für παλιμβολία.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλιμβουλία: -βουλος, ἡμαρτημ. γραφαὶ ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις ἀντὶ τῶν: παλιμνολία, -βολος, οἷον ἐν Πολέμωνος Φυσιογν. 250, ἐν Σχολ. εἰς Θουκ. 3. 37, Εὐστ. 375. 1. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 190.

Greek Monolingual

η (Α παλιμβουλία παλίμβουλος
η συνεχής αλλαγή της γνώμης, η αστάθεια της γνώμης.