παραψαύω

Revision as of 19:25, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

pf. A παρεψαυκέναι S.E.M.7.116 :—touch gently or lightly, Hp.Mul.2.160 ; τινος Plu.2.971c, Eum.7, etc. 2 metaph., touch lightly or slightly on a subject, τῆς δόξης S.E.l.c. :—Pass., παρέψαυσταί μοι ἀποφῆναιHp.Morb.4.44.

German (Pape)

[Seite 509] (s. ψαύω), an der Seite, leicht, oberflächlich berühren; τινός, Plut. sol. an. 16; παρέψαυσταί μοι, Hippocr.; Sp., wie Ael. H. A. 1, 2.

Greek (Liddell-Scott)

παραψαύω: πρκμ. παρεψαυκέναι Σέξτ. Ἐμπειρ. π. Μ. 7. 116· ― ἐγγίζω ἠρέμα ἢ ἐλαφρῶς, τινὸς Πλούτ. 2. 971C, Εὐμέν. 7, κτλ.· ἐγγίζω ἐλαφρῶς ἢ ὀλίγον ζήτημά τι, π. χ. τῆς δόξης, Σέξτ. Ἐμπ. ἔνθ᾿ ἀνωτ., καὶ οὕτως ἐν τῷ παθ., παρέψαυσταί μοι, ὅτι ... Ἱππ. 504. 40.

French (Bailly abrégé)

pf. παρέψαυκα;
toucher légèrement, effleurer, gén..
Étymologie: παρά, ψαύω.

Greek Monolingual

Α
1. αγγίζω ελαφρά (α. «παρέψαυσε τοῦ βουβῶνος» β. «παραψαῡσαι τῶν φορτίων», Πλούτ.)
2. θίγω επιπόλαια ή με μεγάλη συντομία ένα θέμα, αναφέρομαι βιαστικά σε ένα ζήτημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ψαύω «αγγίζω»].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-ψαύω licht aanraken.

Russian (Dvoretsky)

παραψαύω:
1) слегка прикасаться (τινός Plut.);
2) вскользь касаться, затрагивать (τῆς δόξας Sext.).