περίκομψος

Revision as of 19:55, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A very subtle, ὑπόνοιαι Ar.Pax994.

German (Pape)

[Seite 580] sehr geschmückt, Ar. Pax 959.

Greek (Liddell-Scott)

περίκομψος: -ον, ὁ πάνυ κομψός, Ἀριστοφ. Εἰρ. 994.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
très joli, très agréable.
Étymologie: περί, κομψός.

Greek Monolingual

-η, -ο / περίκομψος, -ον, ΝΑ
1. κομψότατος
2. ο εξεζητημένα κομψός.

Greek Monotonic

περίκομψος: -ον, πολύ κομψός, φίνος, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

περίκομψος: изящный, тонкий (αἱ ὑπόνοιαι Arph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περί-κομψος -ον heel subtiel.

Middle Liddell

περίκομψος, ον,
very elegant, exquisite, Ar.