περιβιάζομαι

Revision as of 20:10, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A use great force, Aesop.103 : c. acc., do violence to, τὴν φύσιν Gal.17(2).177.

Greek (Liddell-Scott)

περιβιάζομαι: ἀποθ., προσπαθῶ μὲ ὅλην μου τὴν δύναμιν νὰ πράξω τι, ἐπειδὴ δὲ καὶ περιβιαζόμενοι οὐκ ἐδύναντο Αἴσωπ. 403, ἔκδ. Halm.

French (Bailly abrégé)

déployer une grande force.
Étymologie: περί, βιάζομαι.

Greek Monolingual

Α
1. καταβάλλω μεγάλη προσπάθεια, μεταχειρίζομαι όλες μου τις δυνάμεις για να πράξω κάτι
2. χρησιμοποιώ μεγάλη δύναμη, μεταχειρίζομαι βία εναντίον ενός προσώπου ή πράγματος, παραβιάζω («περιβιάζεσθαι τὴν φύσιν», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + βιάζω / -ομαι (< βία)].

Russian (Dvoretsky)

περιβιάζομαι: напрягать все силы Aesop.