πλάνησις

Revision as of 20:26, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

εως, ἡ, A making to wander : dispersing, scattering, τῶν νεῶν Th.8.42. 2 metaph., misleading, S.E.M.7.394 (dub. l.).

German (Pape)

[Seite 624] ἡ, das in die Irre Treiben, Verschlagen, τῶν νεῶν, Thuc. 8, 42 u. Sp. Auch übertr., das Irremachen, Verführen.

Greek (Liddell-Scott)

πλάνησις: -εως, ἡ, διασκόρπισις, διασπορά, τῶν νεῶν Θουκ. 8. 42. 2) μεταφορ., ἀποπλάνησις, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 394.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action d’égarer, de disperser.
Étymologie: πλανάω.

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ, ΜΑ πλανώμαι
μτφ. αποπλάνηση, εξαπάτηση
αρχ.
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του πλανώ, η απομάκρυνση από την ευθεία, την ορθή οδό, περιπλάνηση
2. (κατ' επέκτ.) διασπορά, διασκόρπιση.

Greek Monotonic

πλάνησις: -εως, ἡ (πλανάω), περιπλάνηση, διασκόρπιση, τῶν νεῶν, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

πλάνησις: εως (ᾰ) ἡ
1) рассеяние или блуждание (π. τῶν νεῶν ἐν τῷ σκότει Thuc.);
2) заблуждение, ошибка Sext.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλάνησις -εως, ἡ [πλανάω] het dwalen:. πλάνησιν τῶν νεῶν... παρέσχεν veroorzaakte het verdwalen van de schepen Thuc. 8.42.1.

Middle Liddell

πλάνησις, εως, πλανάω
a making to wander, a dispersing, τῶν νεῶν Thuc.