προκατακνίζω

Revision as of 21:45, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A pick, trim first, ἀλωπεκίας Dsc.2.123 (Pass.), cf. Gal.19.456.

Greek (Liddell-Scott)

προκατακνίζω: κατακνίζω προηγουμένως, Γαλην. ΙΙ, 279Β.

Greek Monolingual

Α
κατακόβω σε μικρά κομμάτια προηγουμένως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + κατακνίζω «κόβω σε μικρά κομμάτια, κατακομματιάζω»].