σφαγιασμός

Revision as of 12:00, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ὁ, A slaying, sacrificing, E.El.200(lyr., pl.), Plu.Ages.6, Corn.ND34.

Greek (Liddell-Scott)

σφᾰγιασμός: ὁ, σφαγή, θυσία, «σφάξιμον», Εὐριπ. Ἠλ. 200, Πλουτ. Ἀγησ. 6.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 immolation, sacrifice;
2 meurtre.
Étymologie: σφαγιάζω.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ σφαγιάζω
θυσία
νεοελλ.
1. ομαδική σφαγή, μακελειό
2. μτφ. αφανισμός, καταστροφή.

Greek Monotonic

σφᾰγιασμός: ὁ, σφαγή, προσφορά ιερού σφαγίου κατά την τέλεση θυσιών, τελετουργική θυσία, σε Ευρ., Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

σφᾰγιασμός: ὁ заклание, кровавое жертвоприношение Eur., Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σφαγιασμός -οῦ, ὁ [σφαγιάζω] slachting.

Middle Liddell

σφᾰγιασμός, οῦ, ὁ, [from σφαγιάζομαι
a slaying, sacrificing, Eur., Plut.