σχέδη

Revision as of 12:00, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ἡ, A leaf, page, dub. cj. in Lex. de Spir.p.214V.; Lat. scheda is a Greek word acc. to Isid.Etym.6.14.8; cf. σχίδα.

German (Pape)

[Seite 1053] ἡ, eigtl. Scheit, Spalt, daher Tafel, Blatt, darauf zu schreiben oder zu rechnen, Eust. u. a. Sp., das lat. scheda.

Greek (Liddell-Scott)

σχέδη: ἡ, φύλλον, πινακίς, πιθαν. παρελήφθη ἐκ τῆς Λατιν., ἐπειδὴ κατὰ πρῶτον εἶναι ἐν χρήσει παρ’ Εὐστ. καὶ Μοσχοπ.· ἐν ᾧ τὰ Λατ. scheda καὶ scida (ἐκ τοῦ scindo) ἀπαντῶσι παρὰ Κικέρ. καὶ Πλινίῳ.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ
φύλλο ή πίνακας που πάνω του έγραφαν ή έκαναν υπολογισμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. scheda «σελίδα» (< λατ. schedium < σχέδιον, βλ. λ. σχέδιο). Η σημ. της λ. έχει διαμορφωθεί κατ' επίδραση του ρ. σχίζω (λατ. scindo). Κατ' άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, το λατ. scheda έχει σχηματιστεί από αμάρτυρο ελλ. σχίδη (< θ. σχιδ- του σχίζω), κατ' επίδραση του λατ. schedium (βλ. λ. σχέδιο)].