σύγκωλος
English (LSJ)
ον, A with limbs set close together, σκέλη X.Cyn.5.30.
German (Pape)
[Seite 971] mit verbundenen, zusammensitzenden Gliedern, dicht an einander, Xen. Cyn. 5, 30.
Greek (Liddell-Scott)
σύγκωλος: -ον, εὐπαγής, σκέλη Ξεν. Κυν. 5. 30.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont les pattes de devant sont rapprochées en parl. d’un lièvre.
Étymologie: σύν, κῶλον.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει τα άκρα του στενά συνδεδεμένα το ένα με το άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -κωλος (< κῶλον «μέλος του σώματος, άκρο»)].
Greek Monotonic
σύγκωλος: -ον (κῶλον), αυτός που τα μέλη του είναι πολύ κοντά το ένα στο άλλο, συμπαγής στη διάπλαση του σώματος, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
σύγκωλος: плотно прилегающий, т. е. прямой, стройный (σκέλη Xen.).