φλυκταινώδης

Revision as of 14:15, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ες, A = φλυκταινοειδής, Philum.Ven.17.1, Orib.Fr. 105.

German (Pape)

[Seite 1293] ες, zsgz. = φλυκταινοειδής, Sp.

Greek Monolingual

-ες / φλυκταινώδης, -ῶδες, ΝΜΑ φλύκταινα
1. όμοιος με φλύκταινα
2. γεμάτος φλύκταινες
νεοελλ.
ιατρ. αυτός που χαρακτηρίζεται από την παρουσία φλυκταινών (α. «φλυκταινώδες εξάνθημα» β. «φλυκταινώδης δερματοπάθεια»).