χιλιοστύς

Revision as of 15:30, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ύος, ἡ, A body of a thousand, X.Cyr.2.4.3, 6.3.13.31.

German (Pape)

[Seite 1356] ἡ, eine Zahl von Tausend, z. B. eine Abtheilung Soldaten, Xen. Cyr. 2, 4,3. 6, 3,31.

Greek (Liddell-Scott)

χῑλιοστύς: -ύος, ἡ, σῶμα στρατιωτῶν ἐκ χιλίων, παραγγείλας τὴν πρώτην χιλιοστὺν ἕπεσθαι κατὰ χώραν Ξεν. Κύρου Παιδ. 2. 4, 3· τὴν χιλιοστὴν τῶν ἱππέων λαβὼν 6. 3, 13 καὶ 31.

French (Bailly abrégé)

ύος (ἡ) :
corps de mille hommes.
Étymologie: χίλιοι.

Greek Monolingual

και χιλιαστύς και χελληστύς, -ύος, ἡ, Α
1. τμήμα φυλής στην Σάμο, στην Κω, στην Έφεσο κ.α., του οποίου υποδιαιρέσεις ήταν οι εκατοστύες και τα γένη
2. στρ. σώμα χιλίων στρατιωτών, χιλιαρχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το αριθμητικό χίλιοι με επίθημα -οσ-τύς το οποίο έχει προέλθει από έναν συνδυασμό τών καταλ. -οστός και -τύς (πρβλ. μυριοσ-τύς). Ο ιων. τ. χιλιαστύς κατ' επίδραση του τ. χιλιάς, ενώ ο αιολ. τ. χελληστύς παραμένει δυσερμήνευτος ως προς τον σχηματισμό του επιθήματος].

Greek Monotonic

χῑλιοστύς: -ύος, ἡ (χίλιοι), σώμα χιλίων ανδρών, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

χῑλιοστύς: ύος ἡ тысячный отряд Xen.

Middle Liddell

χῑλιοστύς, ύος, ἡ, χίλιοι
a body of a thousand, Xen.